Έλεγα
πως δε θα τύχαινε ξανά σ’ εμένα
και να που απόψε λιώνει το φεγγάρι
στο σκοτάδι,
γέμισε με ασήμι η Σαλονίκη
κι είναι κρεβάτια που ακόμα πλημμυρίζουν
ματωμένα όνειρα.
Οι νύχτες που θα ’ρθουν δε θα ’χουν πια φεγγάρι.
και να που απόψε λιώνει το φεγγάρι
στο σκοτάδι,
γέμισε με ασήμι η Σαλονίκη
κι είναι κρεβάτια που ακόμα πλημμυρίζουν
ματωμένα όνειρα.
Οι νύχτες που θα ’ρθουν δε θα ’χουν πια φεγγάρι.
Στον
απέναντι μαντρότοιχο μια μορφή από γκράφιτι
κρύβει απόψε με τα χέρια το πρόσωπό της
απ’ τον κόσμο.
Οι καύτρες από τις φετινές φωτιές στα δάση
έγιναν άστρα,
σκαλώνουν σ’ ένα σεντόνι τσαλακωμένο
-σαν την πατρίδα η μια του άκρη
σέρνεται σε πάτωμα σαθρό από σαράκια.
Μια στοίβα σβησμένα φεγγάρια
κάτω από το κρεβάτι μου
σκεπάζονται με άδειες νύχτες
κι ονειρεύονται.
Ιούνιος 2007
κρύβει απόψε με τα χέρια το πρόσωπό της
απ’ τον κόσμο.
Οι καύτρες από τις φετινές φωτιές στα δάση
έγιναν άστρα,
σκαλώνουν σ’ ένα σεντόνι τσαλακωμένο
-σαν την πατρίδα η μια του άκρη
σέρνεται σε πάτωμα σαθρό από σαράκια.
Μια στοίβα σβησμένα φεγγάρια
κάτω από το κρεβάτι μου
σκεπάζονται με άδειες νύχτες
κι ονειρεύονται.
Ιούνιος 2007
Από το βιβλίο "ΝΥΧΤΕΡΙΝΕΣ ΕΠΙΠΛΟΚΕΣ"
Εκδόσεις ΕΡΩΔΙΟΣ