Ας
είχε μπαγιατέψει.
Ακόμα
καθόταν στο πλατύσκαλο
και
σεργιανούσε στο δρόμο
με
τα πόδια της ορθάνοιχτα.
Είχε μια τρύπα υγρή και σκοτεινή
σε κάποια πάροδο, στην Άνω Πόλη,
Είχε μια τρύπα υγρή και σκοτεινή
σε κάποια πάροδο, στην Άνω Πόλη,
στη
Σαλονίκη,
κι
ούτε κουβέντα για το παρελθόν.
Όσο περνούσε η μπογιά της
του ‘δινε να καταλάβει,
είχε χαλάσει κρεβάτια και κρεβάτια
Όσο περνούσε η μπογιά της
του ‘δινε να καταλάβει,
είχε χαλάσει κρεβάτια και κρεβάτια
ώσπου
στο τελευταίο
μούχλιασαν τα σεντόνια της.
“Ελισάβετ η αρτίστα” στον καιρό της,
ύστερα σαν ξέπεσε, “Κακάβα”.
Τώρα οι ρίζες παλεύουν
να ρουφήξουν το κορμί της.
μούχλιασαν τα σεντόνια της.
“Ελισάβετ η αρτίστα” στον καιρό της,
ύστερα σαν ξέπεσε, “Κακάβα”.
Τώρα οι ρίζες παλεύουν
να ρουφήξουν το κορμί της.
Νοέμβριος
2008
Από τη συλλογή "Χαμένες ψηφίδες"
Περιοδικό "Βακχικόν" τχ.7