"Η γενιά μεμβράνη" από την ιστοσελίδα ΑΝΕΜΟΛΟΓΙΟ
Θοδωρής Βοριάς –Το τρύπιο ταβάνι
Όποτε βρέχει στάζει η σκεπή,/δε μέτρησα ποτέ τις τρύπες, /Στάζει…πώς έγινε διάτρητη!/Μέρα τη μέρα εξατμίζομαι/ κι αναστατώνονται/ τα έντομα και τα ποντίκια/που ανασαίνουν τη ζωή μου/ στο τρύπιο ταβάνι. (ζητώ συγνώμη για το μονοτονικό, η συλλογή είναι με πολυτονικό σύστημα).
Πρόσφατα, ο φίλος Θοδωρής Βοριάς από την όμορφη Θεσσαλονίκη, εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή, ‘’το τρύπιο ταβάνι’’. Να του ευχηθούμε λοιπόν, ό,τι καλύτερο και να συνεχίσει και με άλλες δημιουργικές συλλογές, το λογοτεχνικό του ταξίδι…
Ο Θοδωρής Βοριάς, ανήκει σε κείνη την αναδυόμενη γενιά, που σε πρώτη φάση, θα την ονομάσω γενιά-μεμβράνη. Είναι η σπάνια εκείνη γενιά, που είχε την τύχη η την ατυχία, να ανδρωθεί σε ένα σημαντικότατο χρονικό σημείο. Στο τελείωμα του εικοστού αιώνα και στην αυγή του εικοστού πρώτου. Και αυτό, σημαίνει πολλά. Αυτή η γενιά-μεμβράνη βρίσκεται ανάμεσα σε δύο κόσμους. Στον θάνατο μιας μεγάλης εποχής και στην αυγή μίας άλλης. Το ευτύχημα για την ποίηση, ότι η συγκεκριμένη γενιά, δέχτηκε ερεθίσματα και από τους δύο αυτούς κόσμους έστω και αν αυτό για τους ίδιους τους ποιητές που την αποτελούν, είναι η παραμένει επώδυνο. Από τη μια πλευρά λοιπόν, πάνω της, έπεσαν τα τελευταία κύματα των μεγάλων οραμάτων του εικοστού αιώνα, μαζί με τη πίκρα και την απογοήτευση της μη πραγματοποίησής τους. Οι ορδές των κοινωνικών μαχητών, οι ήρωες της ουτοπίας, οι ηττημένοι αγωνιστές και ονειροπόλοι, φωνάζουν μέσα από τον εικοστό αιώνα και έρχονται να αποτυπώσουν το χνάρι τους στη τελευταία ευκαιρία. Να δικαιωθούν μέσα στους αιώνες, από την μοναδική γενιά, που μπορεί ακόμη να τους καταλάβει. Από την γενιά εκείνη που ανήκει και ο Θοδωρής Βοριάς. Αλλά δεν είναι σημαντική μόνο γι’ αυτό το λόγο. Δεν είναι σημαντική μόνο γιατί μπορεί να κατανοήσει το παλαιό αυτή γενιά. Είναι σημαντική, γιατί το χρονικό σημείο που ανδρώθηκε, την καθιστά ικανή να κατανοήσει και το καινούριο. Να συλλάβει και να κρίνει τον αναδυόμενο κόσμο, με τα μεγάλα τεχνολογικά επιτεύγματα, τον κόσμο του ίντερνετ (χαρακτηριστικό της πως αναδύεται αργά αλλά σταθερά και μέσα από το διαδύκτιο) τον κόσμο της κινητής τηλεφωνίας, την παγκοσμιοποίηση, την τρομαχτική γρηγοράδα της πληροφορίας, την αίσθηση πως ο κόσμος πια, είναι ένα μεγάλο χωριό και όλα τα τρομαχτικά που συνέβησαν την τελευταία δεκαετία η εικοσαετία. Το τρύπιο ταβάνι του Θοδωρή Βοριά, είναι μια τέτοια μεμβράνη, όπου το χνάρι του παλαιού κόσμου αποτυπώνεται και περνάει στην άλλη πλευρά. Διασώζεται. Ποίηση της πόλης. Ο Βοριάς ένας ποιητής παρατηρητής, περιφέρεται ανάμεσα στα χαλάσματα και τα καινούρια που ανεγέρθησαν, τα πεζοδρόμια, τα μπαλκόνια και τα παιδικά πλατάνια Σε κείνο το πλατάνι/ σε κείνο το κατάρτι μας/ τα όνειρά μας σεργιανούσαμε/ να κυματίζουνε περήφανες σημαίες./ Λαμπύριζε ο ήλιος στα μαλλιά μας,/κρυφοκοιτούσε από τις φυλλωσιές,/ τα χρόνια μας αλάνθαστα μετρούσε/ επτά, οκτώ, εννέα, δέκα…. Δε μένει φυσικά στη παιδική ηλικία. Τα παιδιά των πλατανιών μεγάλωσαν. Δεν μένουν μόνο στις βαθύσκιωτες παιδικές απλωσιές. Βυθίστηκαν μέσα στις πόλεις, διάβασαν, άκουσαν έμαθαν. Και μαζί τους, ένα μ’ αυτούς, ανδρώθηκε και ο ποιητής που αναπολεί, προσπαθεί να σκάψει τους ασβέστες από τους τοίχους για να βρει τα παλαιά συνθήματα και την αλήθεια. Μόνο στα μάτια των λαθραίων τοιχογράφων,/ γυαλίζουν ζωντανά σε κάθε τοίχο/ τα γράμματα, τα σύμβολα, τα χρώματα,/ χωρίς να έχει δύναμη στο ξέφτισμα,/ του χρόνου και του ασπριτζή η βούρτσα. Ο κόσμος για προφανείς λόγους, του φαίνεται πια ορφανός. Κάτι λείπει από το παρελθόν, κάτι λείπει από το στερέωμα που κάποτε το γέμιζε. Τα ιερά φαντάσματα ορθώνονται μέσα του κι ας ξέρει πως δεν υπάρχει τίποτα πραγματικά από αυτά. Πονάει, προσπαθεί να τους δώσει πάλι φωνή… Πήρα τους δρόμους μέσα στο πλήθος,/ πήρες το λάβαρο, έγινες ουρανός./ Στους τοίχους διάβασα την ιστορία σου/ έγινες άνεμος, έγινες αϊτός… Αμφισβητεί και κρίνει τους νικητές, αν και το τελευταίο, δεν είναι ακόμη τόσο εμφανές σ’ αυτή τη πρώτη του ποιητική συλλογή. Σ’ αυτήν τη συλλογή, το βάρος πέφτει σε κείνο που έφυγε. Σαν ένα ζωντανό μνημόσυνο. Σε ένα ηρωικό ρομαντικό παρελθόν που μας άφησε ανεπιστρεπτί. Όμως οι ποιητές είναι εδώ και τιμούν. Οι ποιητές είναι εδώ και θυμούνται. Οι ποιητές είναι εδώ και πονούν. Αυτή η αίσθηση μου δημιουργήθηκε διαβάζοντας το τρύπιο ταβάνι.Εκείνο όμως που με προβλημάτισε είναι για το αν ακόμη μπορούν να ονειρεύονται. Κάθε Παρασκευή έχει πορείες με δεκάδες διαδηλωτές/ κι άλλοι χιλιάδες/ φτιάχνουν την απεργία τριήμερη αργία. Μέσα στην δίνη του καταναλωτισμού δεν υπάρχουν ελπίδες για ουσιαστικό αγώνα. Η πίστη στον αγώνα έχει χαθεί. Ο άνθρωπος έχει χαθεί στην καταναλωτική μοναξιά του. Ιδιωτεύει, θα έλεγαν οι παλαιοί ρομαντικοί. Ξέφυγαν τα όνειρά μας,/ σκορπίστηκαν στον άνεμο./ Στους δρόμους σβήστηκαν τα ίχνη μας,/ ξεχάστηκε η μορφή μας,/ χάθηκαν οι αφίσες./ Πίσω δεν έμεινε κανείς/ ή έμειναν λιγότεροι./ Ξέφυγαν τα όνειρά μας./ Τα παιδιά μας, δικαστές,/ δε θα ‘χουνε ν’ ακούσουνε πολλά,/ θα μας καταδικάσουν. Εδώ μιλάμε και για χρέος πια. Το χρέος απέναντι στα παιδιά. Το φίλτρο του ποιητή κρατάει από τον παλαιό κόσμο την λέξη ‘’αγώνας’’ Έστω και υπόγεια προτρέπει σε αγώνα. Ο, τι κι αν χάθηκε για τον Βοριά, αυτό που θα αντισταθεί στα κακά του καινούριου κόσμου είναι η εξεγέρσεις. Τα άψυχα τοπία της πόλης το ξέρουν καλά. Και αν οι άνθρωποι έχουν κουραστεί να ονειρεύονται και να αγωνίζονται, τα άψυχα τοπία έρχονται χορηγοί του ονείρου… Τα πεζοδρόμια ψιθυρίζουν,/ περιμένουν να περάσει η περίπολος,/ ετοιμάζουν εξεγέρσεις. Η περίπολος των κραταιών; Η περίπολος των νικητών; Η περίπολος της μονοκρατορίας; Κάποιοι πάντως φοβούνται τα πεζοδρόμια και πάνω τους περιπολούν για να μην ανθίσουν οι εξεγέρσεις. Τα ίδια τα πεζοδρόμια όμως μυστικά συνομωτούν ενάντια στους κραταιούς και τις περιπόλους τους. Ετοιμάζουν μυστικά εξεγέρσεις, γιατί ο κόσμος είναι πλαστικός, γιατί αυτό που του δίνουν οι νικητές είναι κάλπικο, πλαστικό και κάλπικο... Ο Βοριάς όμως σ’ αυτή τη συλλογή, δεν είναι μόνο νοσταλγός του ονείρου. Τα μεγάλα αποτυχημένα πειράματα του εικοστού αιώνα, ασυνείδητα έχουν στάξει τη γιατρειά του ρεαλισμού Σχοινί για αναρρίχηση ψάξε αλλού,/ χορτάσαν οι γκρεμοί κι οι τάφοι με θρήνους/ και άψυχα κουφάρια τ’ ονείρου νεκρών… ή Πήρες τον κόσμο να τον ρουφήξεις μονοκόμματα/ και βρέθηκες εξόριστος/ μ’ ένα τσιγάρο στο μπαλκόνι… Αυτή είναι η προίκα αυτής της γενιάς μεμβράνης. Η ουσία ρεαλισμού. Η παραδοχή του ρεαλισμού, όχι μόνο του ονείρου. Παραθέτω ολόκληρο το ποίημα ‘’Φυλλοβόλο δέντρο’’ που μαζί με τον ‘’χαρταετό’’ εκφράζουν την ελπίδα, μόνο που στο φυλλοβόλο δέντρο, υπάρχει μέσα και αυτή η μαγική ουσία του ρεαλισμού… Στο φυλλοβόλο δέντρο μοιάσε,/ τίναξε στον άνεμο τα κιτρινισμένα φύλλα/ στο χώμα να σαπίσουν./ Κοίταξε το κυπαρίσσι και το πεύκο,/ γερνάνε μες στη σκόνη των καημών τους./ Τα λόγια φτιάχνουν φωλιά,/ σού τσιμπολογούν τα φύλλα,/ κρύβονται βαθιά σου./ Τίναξε τα φύλλα, άκουσε τον άνεμο/ κι ύστερα τα λόγια θα κρυώσουν, θα πετάξουν/ κι άλλα λόγια θα φωλιάσουν μέσα σου/ άλλες χαρές και λύπες θάρθουν με την Άνοιξη./ Εσύ θα στέκεις δέντρο περήφανο,/ μη λησμονήσεις όμως, φυλλοβόλο. Ποίημα, που το θεωρώ από τα σημαντικότερα της συλλογής. Εδώ ο Βοριάς προτρέπει σε ανανέωση και για πρώτη φορά κοιτάει χωρίς νοσταλγία το παρελθόν «τίναξε στον άνεμο τα κιτρινισμένα φύλλα» Να πεταχτούν τα άχρηστα. Το ηρωικό παρελθόν δεν είναι μόνο ένας όμορφος κήπος. Κουβαλάει σκόνες και κίτρινα φύλλα που πρέπει να φύγουν, να σαπίσουν για να ανθίσει το καινούριο. Χωρίς ψευδαισθήσεις όμως «…μη λησμονήσεις όμως, φυλλοβόλο» Εδώ το όνειρο δεν είναι αιώνιο. Έχει γίνει αντιληπτό από αυτή τη γενιά-μεμβράνη, ότι τα όνειρα ανθίζουν, αλλάζουν όσο γίνεται τον κόσμο και μαραίνονται πάλι. Οι σκουριασμένες ιδέες που σκούριασαν μαζί με τα όπλα, πρέπει να υποστούν κριτική, να φιλτραριστούν προτού ανθίσουν πάλι. Είναι ο πιο σαφής διαχωρισμός από τις μεγάλες γενιές των αγώνων του εικοστού αιώνα που πίστευαν ακράδαντα, πως έφτανε ένα όνειρο για να εγκαθιδρύσει τον παράδεισο στη γη. Η γενιά μεμβράνη όμως δείχνει να έχει πάρει το μάθημά της. Στέκεται πια κριτικά απέναντι στα μεγάλα όνειρα. Δεν αφήνεται… Προσωπικά έμεινα ευχαριστημένος με την συλλογή του Βοριά. Έδωσε το στίγμα της η γενιά μας. Κοινωνική ματιά, ανθρώπινη, χωρίς μεγάλα λόγια, βλέπει με ευαισθησία το παρελθόν και το μέλλον. Ενώνει δύο κόσμους. Κι αν ακόμη δεν είναι καθαρή η φωνή που θα μιλήσει πραγματικά για το σήμερα κι αν ακόμη παλινδρομεί και νοσταλγεί το παρελθόν, βρίσκεται σε καλό δρόμο. Κληρονομεί τον ουμανισμό του παρελθόντος και προσπαθεί να βαφτίσει το μέλλον. Στέκει ανεπηρέαστη από τη δύναμη των μονοκρατόρων. Απέναντί τους. Πονά για το σήμερα και αναλαμβάνει χρέος απέναντι σε αυτούς που θάρθουν, γιατί μπορεί να την καταδικάσουν. Σαρκάζει στο ‘’καμάρι’’ των τωρινών δυνατών… Ο ήλιος χαμηλώνει,/ οι σκιές μεγαλώνουν/ στο πλακόστρωτο της παραλίας/ κι έρχονται κάποιοι/ που ξέμειναν από καμάρι/ να ευφρανθούν και να κομπάσουν/ για τη μεγάλη τους σκιά./ Νάνοι με τη σκιά γιγάντων,/ με το σουρούπωμα θ’ αλλάξουν ρότα/ για ολόφωτες πλατείες/ προτού ξεπέσει το καμάρι τους. Αλλά και ατενίζει με αισιοδοξία και αγάπη το μέλλον στο τελευταίο ποίημα της συλλογής ‘’το τελευταίο φεγγάρι’’……Είναι βραδιές που το φεγγάρι ξενυχτάει,/ παίζει στ’ αστέρια τα μήλα/ παίζει στα μάτια μου αμπάριζα./ Αηδόνια τρελαίνουν την αύρα,/ την αύρα που χαϊδολογά/ τον θηρευτή των ονείρων./ Ένα παιδί γεννιέται,/ ένα στάχυ ξεφυτρώνει,/ μια σημαία κυματίζει…/χίλιες φωνές τραγουδούν:/ Αυτός ο κόσμος/ δεν μπορεί παρά να ζήσει. Ήταν μια πρώτη προσέγγιση στο ΄΄τρύπιο ταβάνι΄΄ του Θοδωρή Βοριά. Ίσως είναι πολλά να πούμε ακόμη. Προσωπικά θέλω να συγχαρώ τον φίλο και αδελφό Θοδωρή, που τώρα πια πήρε το βάπτισμα του πυρός, θεωρώ πως είναι ένας γνήσιος εκπρόσωπος της γενιάς μας. Να του ευχηθώ ό,τι καλύτερο από δω και μπρος…
Γιώργος Πύργαρης Μάρτιος 2006
#
Ο Γιάννης Κουριαννίδης σχολιάζει το Τρύπιο ταβάνι
Δυναμικός, ρηξικέλευθος και αφυπνιστικός ο ποιητικός λόγος του Θοδωρή Βοριά, έρχεται να ταρακουνήσει συνειδήσεις, να μετουσιώσει οράματα σε κατάθεση ψυχής, να δώσει κουράγιο σε απογοητευμένους και να ορθοδρομίσει γοητευμένους.Κοινός παρονομαστής στα ποιήματα της μικρής αυτής συλλογής, η συνειδητοποίηση ότι ο αγώνας μιας ολόκληρης γενιάς έμεινε αδικαίωτος. Κυρίαρχη η πίκρα από τη γεύση του ανεκπλήρωτου πόθου (Ξέφυγαν τα όνειρά μας/ σκορπίστηκαν στον άνεμο./ Στους δρόμους/ σβήστηκαν τα ίχνη μας/ξεχάστηκε η μορφή μας…) αντιπαλεύει πότε με την απαισιοδοξία (…σκοινί για αναρρίχηση ψάξε αλλού,/ χορτάσαν οι γκρεμοί κι οι τάφοι με θρήνους/ και άψυχα κουφάρια τ’ ονείρου νεκρών.) ή τη μοιρολατρία (…πήρες τα μάτια σου,/ τα έκλεισες στο κουτάκι των γυαλιών./ Πήρες τα χέρια, τα δίπλωσες/ μαζί με τη σημαία στο συρτάρι./ Πήρες τ’ αυτιά σου και τα σφράγισες,/ στην εξορία, είπες, δε χρειάζονται πολλά.) και πότε με το ψυχοτρόφο όραμα της ελπίδας και της αναγέννησης (Είναι βραδιές που το φεγγάρι ξενυχτάει/παίζει στ’ αστέρια «τα μήλα»/ παίζει στα μάτια μου «αμπάριζα». / Αηδόνια τρελαίνουν την αύρα,/ την αύρα που χαϊδολογά/ τον θηρευτή των ονείρων./ Ένα παιδί γεννιέται,/ ένα στάχυ ξεφυτρώνει,/ μια σημαία κυματίζει…/ χίλιες φωνές τραγουδούν:/ Αυτός ο κόσμος/ δεν μπορεί παρά να ζήσει.) Ο νέος αυτός ποιητής της Θεσσαλονίκης υπόσχεται πολλά για το μέλλον. Η πρώτη αυτή ποιητική συλλογή του αναδεικνύει λόγο εγερτήριο με στίχο δουλεμένο με ιδιαίτερη επιμέλεια, που σε παρασέρνει σ’ ένα κόσμο αισθημάτων και ονείρου, αναμνήσεων και προσμονής όπου η τρυφερότητα και το χρέος συμπορεύονται σε μια άγρια στράτα (Τα λάστιχα ξεσκίσανε τ’ απόνερα,/ τινάχτηκε η καταφρόνια κι αρπάχτηκε/ στη μοναξιά ενός ρομαντικού ποδηλάτη…) (Φίλοι αναθρεμμένοι,/ χωρίς τον πόλεμο/ δε θα στερήσετε/ απ’ τα λιοντάρια την τροφή,/ χωρίς τη μάχη/ δεν θ’ απαρνηθείτε την αγιοσύνη.) Η υπόσχεση που μας δίνει ο Θ. Βοριάς για το λογοτεχνικό του μέλλον διατυπώνεται ευθαρσώς από τον ίδιο αφού (…δέντρα κρυμμένα σε τσιμεντένιους τοίχους/ ποιος κεραυνός να τα ζηλέψει…)
ΓΧΚ
#
Ιστοσελίδα ΗΛΙΑΧΤΊΔΕΣ