Κριτικά σημειώματα για την ποιητική συλλογή "Στιγμές από το ρεπερτόριο του θανάτου" (2018)

 


Θοδωρὴς Βοριᾶς - Στιγμές από το ρεπερτόριο του θανάτου γράφει η Σοφία Στρέζου

Το 2018 κυκλοφόρησε η νέα ποιητική συλλογή του Θοδωρή Βοριά, ΣΤΙΓΜΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΡΕΠΕΡΤΟΡΙΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ, με ψηφιακή μορφή σε ιδιωτική έκδοση.
Αλυσιδωτές αντιδράσεις που μυρίζουν θάνατο είναι τα δομημένα ποιήματα, στη γεωγραφία της ποίησης.
Το μολύβι και το χαρτί από όργανα γραφής μετασχηματίζονται σε μέσο, που θα διαπλεύσει το σκοτεινό του μυστήριο, στα νερά του Άδη.
Έτσι, οι λέξεις μεταφέρουν με αξιωματική επιμονή το πένθος, στις αφηγηματικές του θανάτου.

Απεικονίζεται φωτογραφικά η αλήθεια του ή μήπως η ψευδαίσθηση, που αντικατοπτρίζεται στον φακό της ψυχής του δημιουργού;
Γιατί, ο ποιητής έμμεσα διατηρεί τον ρόλο του εντολοδόχου, που δεν αναλώνεται σε θρήνους, απλά παρατηρεί και ταυτόχρονα καταγράφει την μυστηριακή εκπνοή του αναπότρεπτου.

Είναι σχεδόν βέβαιο, πως κάποιες συγκεκριμένες συνθήκες παροτρύνουν τον δημιουργό να εμφανίσει ποιήματα που διαπερνούν το επέκεινα, αντανακλώντας το μάταιο.
Ο λόγος αποκρυσταλλώνεται για να κεντρίσει με τον λυρισμό του τα μελαγχολικά και πένθιμα μοτίβα, που συνθέτουν το φευγαλέο της ύπαρξης.

Έχω την αίσθηση, πως ο ποιητής παγιδεύεται σε μια κοινωνική πραγματικότητα που παράγει στρεβλές επαφές με τον θάνατο, επιδιώκοντας την απομυθοποίησή του. Συμφιλιωμένος με λέξεις που συνθέτουν στίχους, μετουσιώνει την ελεγειακή εικονοποιία σε ποιητική τέχνη.
Έτσι, αναπαράγει γεγονότα με σκεπτικισμό, προσπαθώντας να διαθλαθεί το ποιητικό φως σε κοσμικά σκοτάδια. Για τούτο και τα ποιήματά του ενέχουν ένα διαρκές δράμα, που εκκολάπτεται με αφοπλιστική αμεσότητα στους αρμούς των στίχων.

Σε τούτη την ποιητική ιχνογραφία, ο Θοδωρής Βοριάς φαίνεται πως διδάσκεται από την σοφή ρήση του Oscar Wilde «Το μυστήριο του κόσμου είναι στο ορατό και όχι στο αόρατο».
Τα ποιήματά του διατηρούν έναν ρεαλισμό και μια αφυδατωμένη υπερβατικότητα. Οι αναγνώστες καλούνται να διαμορφωθούν βαθμιαία σε αυτόπτες μάρτυρες, που προσλαμβάνουν πραγματικά γεγονότα, στην αστική τοπιογραφία.

Η αισθητηριακή αντανάκλαση της προσωπικής εμπειρίας, εγκιβωτίζεται και γίνεται έμπνευση.
Με όχημα τις λέξεις, ο βαθύς προβληματισμός, η ανησυχία, και ο φόβος μετατοπίζονται, για να κωδικοποιηθούν μετά σε αφηγηματική ποιητική ρητορική, με τους στίχους να λιποτακτούν στο ανείπωτο.

Ἀνιλίνες
α΄

Κάναμε ψυχὴ
τὸ χαρτὶ καὶ τὸ μολύβι.

Πιστέψαμε πὼς τὰ μοιραῖα
δὲ μένουν ἀναπότρεπτα
σὰν πιάσεις καὶ τὰ γράψεις
στὴν ψυχή σου.

Στὸν πρῶτο στίχο
ποὺ σκαρώσαμε
γράψαμε γιὰ τὸν θάνατο.


β΄

Πόσους θανάτους ἀποτρέψαμε ἀπόψε
μὲ τὶς συλλαβὲς τῶν στίχων;

Οἱ σκιὲς ποὺ ξεγλιστροῦσαν στὸ χαρτὶ
ἦταν θάνατοι ντυμένοι μολυβιές.

Ἦταν νὰ κάψουνε τὸ ποίημα,
γιὰ νὰ νικήσουν, μὰ λιποτάχτησαν.

Στα περάσματα των στίχων ο δημιουργός προσωποποιεί την νύχτα και τις ανυπεράσπιστες στιγμές της.
Γι’ αυτό και κάθε στιγμή εκτελείται αργά - βασανιστικά στη σκοτεινή διαδρομή της.
Στις ενύπνιες συναντήσεις με τα όνειρα ο θάνατος προσπερνά, στάζοντας το φαρμάκι του.

Ο ποιητής, εντέχνως διευθετεί την γοητευτική αινιγματικότητα του θανάτου, προσδίνοντας μια υλικότητα στις συμπυκνωμένες εκφράσεις του, για να φανεί η λακωνικότητα του άδηλου.


Ἄργησε ἡ νύχτα νὰ περάσει,
κάθε στιγμὴ ἐκτελέστηκε ἀργά.
Στράγγισε στὰ ὄνειρα
τὸ φαρμάκι του ὁ θάνατος
καὶ προσπέρασε.


Ο δημιουργός, ζώντας διαρκώς σε μια κατάσταση εγρήγορσης, παρασύρεται από ερεθίσματα, στις ταλαντώσεις της έμπνευσης!
Σε διαστέλλοντες χώρους και χρόνους αναστοχάζεται αλλοτριωτικές συμπεριφορές στις διαδραστικές θεάσεις.

Μέσα στην αγωνία να διασώσει τον Άνθρωπο, οι λέξεις μυρίζουν το αίμα του.
Ίσως γιατί, το δικό του παρόν είναι συνυφασμένο με το παρόν γύρω του, που δεν μπορεί να αγνοηθεί και να αγνοήσει.


Τί στέκεις σεργιανώντας τέτοια θάλασσα;
Κάθε βραδιὰ
ξερνάει αἷμα ὁ βυθός,
βάφει τὶς ἀμμουδιὲς καὶ τὰ λιμάνια.

-Γύρνα στὸ σπίτι
τὰ ματωμένα σου παπούτσια νὰ στεγνώσεις.


Η διεισδυτική ματιά του Θοδωρή Βοριά, με εμβόλιμα στοιχεία ρεπορτάζ που εμπεριέχουν επικαιρότητα, προσδίδουν στην γραφή το απαραίτητο απέριττο ύφος, για να πει την αλήθεια του.

Συνοπτικά, μεταφέρει τα ερεθίσματά του με εικόνα, στους δέκτες των ματιών του αναγνώστη.
Άλλωστε, η οπτική ποίηση δεν επιδέχεται καμιά επεξεργασία, για να φανεί το φωτογραφικό στιγμιότυπο.
Το συγκρατημένο συναίσθημα του δημιουργού αφήνεται να παρασυρθεί από την θέαση του ποιήματος, που μπορεί να ξυπνά συνειδήσεις.

Δρομολόγια μὲ τὴν πανσέληνο

Βλέπεις ἐκεῖνον μὲ τὸ πιστόλι;
Θέλει νὰ πεθάνει.
Ψάχνει στὶς τσέπες του γιὰ σφαῖρες
λὲς καὶ ψάχνει γι’ ἀναπτήρα.

Βλέπεις τὸν ἂλλον;
Βάζει τὸ χέρι του στὴ μέσα τσέπη τοῦ μπουφὰν
καὶ τραβάει τὴν καρδιά του.
Τὴν κοιτάζει προσεχτικὰ στὸ φεγγαρόφωτο,
τὴν παραδίνει στὸν ἀστυφύλακα
γιὰ νὰ ἐξακριβώσει τὰ στοιχεῖα.

Όλη η νέα ποιητική συλλογή είναι ένα διαρκές ταρακούνημα στη συνείδηση του αναγνώστη.
Είναι η συνεχής εμφάνιση του θανάτου και η διαχρονική ισχύ του, στο σημείο που όλα λήγουν και όλα τερματίζουν στο αδιόρατο.
Γιατί, «κάθε ποίημα ένας επιτάφιος», θα πει ο T.S. Eliot.
Και πώς να καταλυθεί το αδιευκρίνιστο, όταν στη γη γεμίσαμε τάφους και σκάβουμε νέους στο φεγγάρι;

Αποσιωπημένες λύπες καρτερούν σε εκατόμβες σκοτωμένων από χρονικά πολέμων, στα ασύνορα των ονείρων.
Νύχτες εκτοπισμένων αντηχήσεων, θα ηχήσει του καθενός της μοίρας το αλάνθαστο πεπρωμένο.

Τὸ αὐγουστιάτικο φεγγάρι
βγῆκε σημαδεμένο, βγῆκε ματωμένο.
Ποιός καρτεράει πίσω ἀπὸ τὴ νύχτα,
μὲ θραύσματα πολέμων κι ἄδεια ὄνειρα,
ἀνακατεύοντας σκοτάδι μὲ ἑκατόμβες σκοτωμένων;
Ποιός ἔσκαψε τοὺς τάφους στὸ φεγγάρι;

Στον ποταμό του Άδη πορθμεύονται οι ψυχές στο αέναο το χρόνου.
Ποτέ κανείς δεν δραπέτευσε από εκεί.

Ωστόσο, ο άνθρωπος εξακολουθεί να πορεύεται με τον φόβο του θανάτου, υπενθυμίζοντας την θνητότητά του.
Για τούτο και η πρόταξη του δημιουργού σε εκείνον που θα δραπετεύσει να κάψει τη βάρκα, για να μην πλεύσουν άλλοι στα νερά του.

Ἂν δραπετεύσεις
ἀπὸ τὸν Κάτω Κόσμο,
κάψε τὴ βάρκα.

Κάθε που πενθεί η νύχτα είναι γιατί κρατά τον επίλογο του πνιγμένου φεγγαριού στον Αχέροντα.
Καμιά ελπίδα στο μυστήριο του σκοταδιού, που κρύβει τη λάμψη του.

Και πώς να συντηρηθούν χωρίς στέγη τα όνειρα, στην αθανασία του πένθους;

Ούτε παρελθόν ούτε μέλλον. Μόνον σκοτεινιά από το θλιμμένο παρόν - αινιγματικό και ανεξήγητο - κρατά έναν λυγμό στην αφανέρωτη όψη της σελήνης.


Πενθεῖ ἡ νύχτα.
Πνίγηκε τὸ φεγγάρι
στὸν Ἀχέροντα.


Τόσος θάνατος και πώς να αντέξει η καρδιά του ποιητή να σεργιανάει στις μυρωδιές του Άδη;
Αποφασίζει να δαμάσει σιωπές άσωτες και να κηρύξει Εκεχειρία, σε όλα εκείνα που παρατηρεί και σπέρνουν θάνατο.

Τα διόδια για την κόλαση ας παραμείνουν κλειστά!

Ἐκεχειρία!
Ἡ σπορὰ τοῦ ἀτσαλιοῦ
ἀναβάλλεται.

#