Ευσταθία Δήμου – Εσωτερικές ποιητικές διαδρομές (Θοδωρής Βοριάς, Ανιλίνες, Εκδόσεις Οκτασέλιδο του Μπιλιέτου, Αθήνα 2021)
Ο Θοδωρής Βοριάς καλλιεργεί, εδώ και μία δεκαπενταετία τουλάχιστον, μια ποίηση μάλλον χαμηλόφωνη, εμφορούμενη από την οξυμένη ευαισθησία του ποιητή που κινητοποιεί τη δημιουργία και υποβάλλει τη διάθεση και τον τόνο. Η ευαισθησία αυτή εκδηλώνεται και προκύπτει τόσο ως αποτέλεσμα του εσωτερικού ψυχισμού και του φορτίου που τον συνέχει, όσο και ως αποτέλεσμα εξωτερικών ερεθισμάτων τα οποία, μέσω της παρατήρησης, μετατρέπονται και λειτουργούν ως αφορμές και αφορμήσεις της ποιητικής σύνθεσης. Διαμορφώνεται κατ’ αυτόν τον τρόπο, μια συνθετική δημιουργική πορεία με αφετηρία και διαδρομή διττή, εσωτερική και εξωτερική, και με τελικό προορισμό το ποιητικό κείμενο που λειτουργεί ως πυρήνας, στον οποίο ταυτόχρονα εκβάλλει και από τον οποίο εξακτινώνεται η ποιητική σκέψη μορφοποιημένη με άκρα λιτότητα και αρμονία.
Η νέα, ολιγοσέλιδη ποιητική του συλλογή, που κυκλοφορεί υπό τον μονολεκτικό τίτλο Ανιλίνες, θέτει εκ νέου το ζήτημα και το ζητούμενο του όγκου της ποιητικής παραγωγής, του αριθμού των ποιημάτων, με άλλα λόγια, με τα οποία, κάθε συγγραφέας, επιλέγεινα παρουσιαστεί στο αναγνωστικό κοινό. Τη στιγμή που η σύγχρονη ποιητική συνθήκη έχει να επιδείξει, κατά κανόνα, ποιητικές συλλογές μέσης έως μεγάλης έκτασης, το βιβλίο του Βοριά έρχεται να αποτελέσει μια εξαίρεση που, όχι μόνο επιβεβαιώνει τον κανόνα, αλλά μπορεί ακόμα και να τον θέσει υπό αμφισβήτηση. Κι αυτό γιατί προτείνει μια διαφορετική, άκρως αντιθετική, εκδοχή απέναντι στον ποιητικό πληθωρισμό που χαρακτηρίζει την εποχή και τους τεχνίτες του λόγου, μια εκδοχή που έχει στο κέντρο της, ως στόχευση, την απόσταξη, την αυστηρή και προσεκτική επιλογή, ακόμα -γιατί όχι- και τη δημιουργική αυτό-συγκράτηση, τον αυτό-περιορισμό, την εστίαση και την εξαντλητική επίδοση στο ποίημα, σαν αυτοτελή, μοναδική και αυθύπαρκτη κατασκευή που μπορεί και πρέπει να εξαντλήσει τις δημιουργικές δυνάμεις του ποιητή.
Η λέξη του τίτλου, που δηλώνει τις χημικές πρώτες ύλες, οι οποίες χρησιμοποιούνται για την παραγωγή χρωμάτων, δημιουργεί ευθέως και με άκρα αμεσότητα μια γέφυρα ανάμεσα στην ποίηση και τη ζωγραφική και καταδεικνύει τον τρόπο και τη μέθοδο του ποιητή, την ποιητική του, η οποία συνίσταται στο αντίκρισμα, τη χρήση και την εκμετάλλευση του μικρο-ποιήματος ως πρώτης ύλης για τη δημιουργία μεγαλύτερων ποιημάτων. Πιο συγκεκριμένα, το βιβλίο αποτελείται από τέσσερα συνολικά ποιήματα τα οποία αναπτύσσονται σπονδυλωτά, αποτελούνται δηλαδή από επιμέρους μικρότερα ποιήματα τα οποία παρατίθενται αριθμημένα αλφαβητικά. Πρόκειται για μια ιδιαίτερη μέθοδο και πρακτική που συμπλέκει, συνυφαίνει και αλληλεξαρτά το επιμέρους και το γενικό, το ολιγόστιχο με το πολύστιχο, το κομμάτι με το σύνολο. Διαμορφώνεται κατ’ αυτόν τον τρόπο ένα ενδιαφέρον ποιητικό πεδίο, μέσα στο οποίο ο αναγνώστης «στήνει» το ευρύτερο ποίημα, τοποθετώντας, σαν παζλ, τα επιμέρους, μικρά ποιήματα, με τη σειρά που υποδεικνύει και έχει προδιαγράψει ο ποιητής και που μπορεί, βέβαια, να ανατραπεί και να ακολουθήσει διαφορετική διαδρομή ανάλογα με τις προσδοκίες, τις βλέψεις, τις καταβολές και τις προοπτικές της αναγνωστικής συνείδησης.
Η ποίηση του Βοριά παρουσιάζει και παρουσιάζεται μέσα από διαφορετικές αποχρώσεις. Η πιο χαρακτηριστική από αυτές είναι η συμβουλευτική, με ποιήματα τα οποία τεχνουργούν παροτρύνσεις και προτροπές εξίσου προς το ποιητικό υποκείμενο και τον αποδέκτη. Οι συμβουλές αυτές αφορούν με τον ίδιο τρόπο και στον ίδιο βαθμό τη ζωή και την τέχνη, έτσι που να τις ενοποιούν και να τις ταυτίζουν. Μέσα σου να κοιτάς/ και να μαζεύεις από τον υπόνομο/ τους κρυμμένους στίχους («Καταρρίχηση»). Ο προτρεπτικός τόνος του ποιητή παρουσιάζει επίσης διαβαθμίσεις και διαφορές· άλλοτε πιο απαλός, άλλοτε πιο οξύς και επιτακτικός, άλλοτε πιο αφηγηματικός και άλλοτε πιο καίριος και δραστικός, διαμορφώνει μια ευρεία γκάμα διαθέσεων και ροπών, εκφραστικών και, ταυτόχρονα, συγκινησιακών, που έχουν στόχο τη μέθεξη του αναγνώστη και την ένταξή του στο ποιητικό σύμπαν κατά τρόπο απόλυτο και ολοκληρωτικό.
Μια δεύτερη απόχρωση είναι η μυθοπλαστική, η οποία αφορά κυρίως ποιήματα που τεχνουργούνται γύρω από το θέμα του θανάτου. Εδώ ο Βοριάς εκμεταλλεύεται στοιχεία της μυθολογίας που συμπλέκει με τον δικό του σπαρακτικό προβληματισμό, έναν προβληματισμό που εκκινεί από τη σκληρή μοίρα και προοπτική του θανάτου, καταλήγει, όμως, να αναφέρεται στην ίδια τη ζωή, στην ανθρώπινη συνθήκη και κατάσταση που, πολλές φορές, ξεπερνά και υπερβαίνει ακόμα και την ανυπαρξία του θανάτου: Καταντήσαμε έκθετα της μετατόπισης,/ ψηφίδες ρουτίνας που ανατινάχθηκε./Ας προσαρμοστούμε στα νέα ήθη,/ ας μπούμε στη ρουτίνα των νεκρών («Στ’ αμπάρια γαύγιζε ο Κέρβερος»). Πρόκειται για μια ευθεία αντιστροφή των όρων της ζωής και του θανάτου που, αν μη τι άλλο, καταδεικνύει την πρόθεση του ποιητή να αφυπνίσει, να διεγείρει, να κεντρίσει το αίσθημα και τη συνείδηση του αναγνώστη, ο οποίος καλείται τώρα σε απολογισμό και αποτίμηση του έθους και, συνακόλουθα, του ήθους του.
Παράλληλα με τα ποιήματα που εκκινούν και καταλήγουν σε αυτό που θα όριζε κανείς ως υπαρξιακούς προβληματισμούς, ο Βοριάς εξακτινώνεται και σε ζητήματα τέχνης, ποίησης εν προκειμένω, συνθέτοντας μια σειρά ποιημάτων που έχουν στο κέντρο τους την ποιητική δημιουργία, τον τρόπο και την μέθοδο, αλλά και τις διαστάσεις της, την απήχησή της στην ανθρώπινη ζωή και ψυχή. Πρόκειται για ένα είδος ποιητικής κατάθεσης, μια αποκάλυψη του τρόπου με τον οποίο ο ποιητής δημιουργεί και ένα κάλεσμα του αναγνώστη να εισχωρήσει στο ποιητικό εργαστήρι και να κοινωνήσει τα μυστικά της γραφής, του τρόπου με τον οποίο το αδιαμόρφωτο υλικό του ψυχισμού του καλλιτέχνη μετατρέπεται σε έργο τέχνης. Το αίσθημα που αναδύεται από τα ποιήματα αυτά είναι ανάμεικτο από μία παραδοχή της σκληρότητας, της συνακόλουθης πικρίας, αλλά κι ενός παράπονου που μόνο μέσα από την ποίηση μπορεί να εκφραστεί. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι αντιλαμβάνεται το ψύχραιμο δάκρυ του ποιητή να αναβλύζει όχι πια από τα μάτια, αλλά από τη γραφίδα του, και να μετατρέπεται σε στίχους που, ενώ δεν απεκδύονται τη συγκινησιακή τους φόρτιση και τις εσωτερικές δονήσεις της ψυχής του ποιητή, αποκτούν, εντούτοις, μέσα από την τεχνική τους επεξεργασία, μια αρτιότητα που λειτουργεί εκλογικευτικά του ανθρώπινου πάθους μετουσιώνοντάς το σε τέχνη.
Μέσα στο πλαίσιο αυτό ο ποιητής επιχειρεί να γεφυρώσει ή, καλύτερα, να εκτονώσει τη συναισθηματική του φόρτιση τεχνουργώντας μια διαδρομή ποιητικής τάξης, μια πορεία που εκκινεί από την παιδική ηλικία και καταλήγει στο εδώ και το τώρα, στο παρόν της δημιουργίας που προσφέρει τη λύτρωση, την αποφόρτιση, την κάθαρση για ό,τι συσσωρεύτηκε μέσα στην ποιητική ψυχή και την απειλούσε με αφανισμό. Ο Βοριάς δεν διστάζει να φτάσει στο ακραίο σημείο της αυτο-κατάργησης του (εκ)μηδενισμού προκειμένου να μπορέσει έτσι να αναγεννηθεί μέσα από την ποίηση, μέσα από την δημιουργία: Να γίνω σκόνη, κάπως να συνηθίσω/ τα ερείπια («Κρύφηκε η μέρα στο κρυφτό μας»). Είναι μια βαθιά αντίληψη για την τέχνη αυτή που την αντικρίζει ως το δοχείο εκείνο των στεναγμών του ανθρώπου, των παθών και των πόθων του, ακριβώς για να μπορέσει αυτός να ορθωθεί, να σταθεί στα πόδια του, όχι πια ως άνθρωπος μόνο, αλλά κυρίως ως δημιουργός, στοιχείο που άλλωστε αποτελεί την πεμπτουσία της ανθρώπινης ύπαρξης.
Η κριτική της Ευσταθίας Δήμου με τίτλο "Εσωτερικές ποιητικές διαδρομές" δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Τα Ποιητικά τχ.45 (Απρίλιος - Ιούνιος 2022).
* * *
Ούτε η Κήρα ούτε οι Άρπυιες ούτε ο ίδιος ο Κέρβερος θα επικρατούσαν ποτέ των «Ανιλίνων» του Θοδωρή Βοριά. Αδυνατούν. Αυτός είναι ο μόνος λόγος. Το πολύχορδο και μαινόμενο έρεβος, ως ένα πλήρως αποδεκτό είδος καύσιμης ύλης, που αδιαλείπτως τροφοδοτεί το σταδιακό απαύγασμα, χαριτώνει τελεσφόρα τους «ατίθασους νεκρούς» και τον «ανήμερο αγέρα» και τις «φάλαγγες σκιών» τού ποιητή. Η λέξη του διακατέχεται από την δέουσα ευκαμψία, εκείνη που αταλάντευτα συνοδεύει το ακμαίο – ίσως αενάως ακμάζον – και πάντοτε δύσκαμπτο φρόνημά του, το καταλεπτώς εναρμονισμένο με την διάπυρη εποπτεία των ποικίλων τεκταινομένων.
Όπου «αλυχτούν χαροκαμένες Ερινύες», ο ποιητής παρατηρεί οξυδερκώς και ευσχημόνως, και όταν τα «όνειρά μας ξελογιάζονται στις πολεμίστρες», εκείνος συμπαρίσταται παραμυθητικά και κατ’ επιλογήν αθόρυβα, σχεδόν ευλαβικά. «Τα κάστρα, τα κάστρα κοίταξε…» καλεί καθέναν από εμάς, επιδαψιλεύοντας στην λησμονημένη κοίτη του μύχιου ποταμού μας τα στοιχεία και τα στοιχειά που κάποτε επιλίπαιναν τις όχθες του. Και δεν αποφεύγει να παραδεχθεί ευθαρσώς: «οι στίχοι είναι σφαίρες» και «καρφώνονται στα μάτια σου». Πορεύεται, εξάλλου, εκουσίως κατά την νύχτα, ώστε να δύναται θεμιστώς να αντιληφθεί την ημέρα στην πληρότητά της.
«Μοναδικοί ζωντανοί οι ορειβάτες». Άκαμπτη και ακάματη αξίνα η ορθώς τέμνουσα γραφίδα τού Θοδωρή Βοριά. Όταν δεν ανθίσταται ο εαυτός, τίποτε δεν ανθίσταται. «Να συρθείς στα βράχια σου». Η ευσταθής προτροπή του σεμνού νουνεχούς, διαποτισμένη στοχαστικά από την χαλύβδινη ατομική εμπειρία. «Φώναξε! Να μάθεις οι λέξεις τι σημαίνουν». Καμία σκιερή σιωπή και κανένας περίκομψος εφησυχασμός δεν καραδοκεί μέσα στην ήπια φλόγα τής ροής των στίχων του. Δεν απορρίπτει ο ποιητής μας. Συνδιαλέγεται. Δεν ενσκήπτει. Αργοβλασταίνει. Δεν δονεί και δεν ταράσσει. Ανακινεί, αποσύρεται και επανέρχεται.
Σε τούτη την ποιητική συλλογή του ο Θοδωρής Βοριάς είναι, πλέον, Βαρδάρης. Κατ’ αξίαν. Και αναφυσά Διαγωνίως. Κατ’ ήθος. Και τολμά να τιμά την ποιητική Θεσσαλονίκη. Κατ’ έθος…
* * *
Η Ποίηση είναι κάτι σαν το «παραδοξόνιο» της Φυσικής
Γράφει ο Κωνσταντίνος Μπούρας // *
Θοδωρής Βοριάς, «ΑΝΙΛΙΝΕΣ». ποιήματα, Οκτασέλιδο + τού Μπιλιέτου • 108, Αθήνα 2021, σελ. 16
«Ουκ εν τω πολλώ το ευ», μοιάζει να πρεσβεύει ο εκδότης αυτών των λιλιπούτειων κομψοτεχνημάτων Κύριος Βασίλης Δημητράκος.
Γι’ αυτό και το δικό μου κριτικό σημείωμα θα είναι λακωνικό και (ευελπιστώ) ουσιώδες.
Μόλις ένα τυπογραφικό, θυμίζει τις παλαιές ποιητικές συλλογές που ήταν χειρόγραφες, δακτυλόγραφες, από πανεπιστημιακό πολυγράφο ίσως.
Ο ποιητής Θοδωρής Βοριάς είναι μάλλον πολυγραφότατος κι ενεργός στα πολιτιστικά μας πράγματα, εδώ όμως περιορίζει την έμπνευσή του στα στεγανά αλλά όχι ασφυκτικά περιθώρια μιας «ποίησης δωματίου», όπως θα έλεγα νεολογίζοντας (σε παραλληλισμό με το λεγόμενο «θέατρο δωματίου»).
Κι ο καλός ο ποιητής ξεκινάει με μία συμβουλή (προς εαυτόν και αλλήλους ομοτέχνους):
[α΄]
Να στραφείς μέσα σου,
αν θες να γράψεις ποιήματα
να συρθείς στα βράχια σου
– καταρρίχηση στον γκρεμό
με το κεφάλι προς την άβυσσο.
[Σοφόν το σαφές. Λατρεύω το πολυτονικό με βαρείες. Σχεδιάζω να βγάλω μια χειρόγραφη συλλογή με τα δικά μου τεράστια πνεύματα και τις λατρεμένες υπογεγραμμένες μου].
Νεορομαντική αντίληψη τού ποιητικού φαινομένου παραπέμπει εμμέσως κι υπογείως στο περίφημο κίνημα «Θύελλα και Ορμή» (“Sturm und Drang”), όπου η ενασχόληση με την γραφή είναι σχεδόν συνώνυμη της αυτοκαταστροφής. Κι αυτό συνεχίστηκε και μετά, διαποτίζει το σήμερα. Φυσιολογικό, αν σκεφτείς πως στην πρώτη βιομηχανική επανάσταση όποιο ανυπότακτο πνεύμα δεν δεχόταν την απόλυτη εξειδίκευση εθεωρείτο ελαττωματικό κοινωνικό εξάρτημα, μίασμα και στοιχείο προς αποβολήν. Σήμερα διάγουμε την τέταρτη βιομηχανική επανάσταση με την ρομποτοποίηση της πληροφορίας και την μεταψηφιακή διάδοσή της, που δεν είναι όμως συνώνυμη τής Γνώσης (πόσω μάλλον της Αρχαίας Γνώσεως).
Ποιητές σαν τον Θοδωρή Βοριά και επιτεύγματα σαν αυτό εγγράφουν υποθήκες για ένα μέλλον καλύτερο από τους χειρότερους εφιάλτες μας. Η διάκριση της ευτοπίας από την δυστοπία δεν είναι θέμα εθελοτυφλίας αλλά μήκους κύματος της ταλάντωσης των πολλαπλών, ανεξιχνίαστων και αστάθμητων εκκρεμών που δίνουν περιεχόμενο στον αλγόριθμο της ζωής μας. Η Ποίηση είναι κάτι σαν το «παραδοξόνιο» της Φυσικής των υποατομικών σωματιδίων κι όσο κι αν δεν «πουλάει» στις μέρες μας, διαμορφώνει όμως τη Συλλογική Συνειδητότητα (και το Υποσυνείδητο βεβαίως).
Τέσσερα αρθρωτά ποιήματα στεγάζει αυτή η συλλογή: «Καταρρίχηση» (σε επτά μέρη), «Στ’ αμπάρια γαύγιζε ο Κέρβερος» (σε τέσσερα μέρη), «Οι στίχοι είναι σφαίρες» (οκτάπτυχο), «Κρύφτηκε η μέρα στο κρυφτό μας» (δεκάπτυχο).
Δεν θα παραθέσω άλλο για να μην τα προδώσω. Οι τίτλοι εξ άλλου είναι δηλωτικοί τού περιεχομένου, όμως η μορφή, η ποιητική μορφή πάντα θα διαφεύγει, γιατί εξαρτάται από την συνδημιουργική φαντασία τού επαρκούς (αν)αγνώστου.
Η αποσπασματική ανάγνωση βλάπτει σοβαρά τη σύνθεση. Κι εδώ πρόκειται για έργο συνθετικό με διακριτά μέρη, που καταλήγει σε έξι δίστιχα.
Κυνηγείστε το σπάνιο, ερωτευτείτε το αόρατο, αναζητείστε το αζήτητο. Έτσι μόνον μπορείτε να γευτείτε το Άρρητο.
* O Δρ Κωνσταντίνος Μπούρας είναι Επισκέπτης Καθηγητής Θεατρικής Κριτικής στο ΕΚΠΑ (www.konstantinosbouras.gr)
* * *
Ανιλίνες του Θοδωρή Βοριά
Σε ένα βιβλίο-κόσμημα, έκτασης μισού τυπογραφικού (ένα μόλις οκτασέλιδο δηλαδή), ο Θοδωρής ΒοριάςΞ μας παραδίνει τέσσερα δυνατά ποιητικά σχεδιάσματα εξαιρετικής σφριγιλότητας. Λέω "ποιητικά σχεδιάσματα" και όχι ποιήματα γιατί, όπως αναφέρει ο ίδιος στην τελευταία σελίδα, η ανιλίνη (χημική πρώτη ύλη για την παραγωγή χρωμάτων) είναι ένας όρος που χρησιμοποιεί για να χαρακτηρίσει μικρά ποιήματα που λειτουργούν σαν πρώτες ύλες για κανονικά ποιήματα.
Και πάλι ωστόσο αυτές οι σπονδυλωτές σπίθες ποιημάτων, γραμμένες κυρίως σε β΄πρόσωπο, αλλά και σε α', είναι ιδιαίτερα εύστοχες. Η "Καταρρίχηση" μιλάει για την έσω στροφή ή την κάθοδο εντός μας ("Όταν βραδάζει/ μην κοιτάς απ' το παράθυρο/ μέσα σου κοίταζε και σκάβε"): πράξεις στις οποίες όλοι οφείλουμε να προβούμε προκειμένου να ανακαλύψουμε τις γωνίες του εαυτού μας που θα μας ξανακάνουν ολόκληρους. Το σχεδίασμα "Στ' αμπάρια γάβγιζε ο Κέρβερος" έλκει από την αρχαιοελληνική θεώρηση του θανάτου (μιλάει για Άδη, Κέρβερο, Άρπυιες, Κάτω Κόσμο) αλλά λειτουργεί ουσιαστικά σαν αλληγορία για τη νέκρωση του σύγχρονου ανθρώπου. Το τρίτο σχεδίασμα "Οι στίχοι είναι σφαίρες" (ένας τίτλος που θυμίζει λίγο τις λέξεις-πρόκες του Αναγνωστάκη) πραγματεύεται την ιδέα του πολέμου και από αυτό θα παραθέσω ένα ολόκληρο ποίημα:
[στ']
Σας γνωρίζω στρατιώτες,
ξέρω από φάλαγγες σκιών
σε νυχτερινές πορείες.
Τις νύχτες πάντα νικούσε το βουνό
- τα βήματά μας καταντούσαν ξένα,
η ανάσα μύριζε διψασμένα λόγια
και τα χαλίκια
γίνονταν σπασμένα κόκαλα
κάτω από τ' άρβυλά μας.
Αν τύχαινε
να σ' ακουμπίσει ο διπλανός σου
ήταν θαρρείς
και σ' ακουμπούσε πεθαμένος.
Τέλος, το ποιητικό σχεδίασμα "Κρύφτηκε η μέρα στο κρυφτό μας" μιλάει για την παιδική ηλικία. Έμφορτο από αναμνήσεις, συνδέει την παιδικότητα με τα ερείπια και τα χαλάσματα, συνοψίζοντας όλο τον τόνο της λιλλιπούτειας συλλογής.
* * *
Σπύρος Λαζαρίδης 14/6/2021
Οι Ανιλίνες του Θοδωρή Βοριά είναι ένα ακόμα βιβλιοφιλικό βιβλίο, -πλακέτες νομίζω τα έλεγε ο Ντίνος Χριστιανόπουλος αυτά τα μικρά ολιγοσέλιδα βιβλιαράκια-, των εκδόσεων Μπιλιέτο με το εντυπωσιακό -εξ αιτίας της εικαστικής δύναμής του και όχι της σκόπιμης επίδειξης ή υπερβολής του- εξώφυλλο του Γιάννη Δημητράκη, του οποίου ένα άλλο εξώφυλλο έχω στον τοίχο απέναντί μου κι έναν πίνακά του, γαμήλιο δώρο του αδελφού του Βασίλη (και εκδότη των εκδόσεων Μπιλιέτο). Ξέρω και τον Θοδωρή, ξέρω και τον Βασίλη όμως η απόλαυση στην επαφή με τις Ανιλίνες δεν έχει να κάνει με τις γνωριμίες. Βάζω τον χαρτοκόπτη και προχωράω την ανάγνωση. Στις πρώτες σελίδες μιλάει σε μένα ο ποιητής, στον αναγνώστη δηλαδή, με διάφορες προστακτικές που όμως δεν τις βλέπω καθόλου έτσι, δυναστικές και επιβλητικές, πιο πολύ τις βλέπω ως μεταφορά εμπειρίας και τραυμάτων, μην την πάθεις κι εσύ δηλαδή, άσε τους ποιητές να την παθαίνουν:
"Ξύσε το καταβάθι της αβύσσου
να βρεις να πιαστείς από τ' αλλοτινά
κομμένα χέρια σου.
Ν' ακούσεις λόγια που τα είχες καταπιεί
να δεις εικόνες που τις έχανες
γιατί έστρεφες το πρόσωπο,
γιατί έκλεινες τα μάτια.
Μέσα σου να κοιτάς
και να μαζεύεις από τον υπόνομο
τους κρυμμένους στίχους".
Πιο πέρα περνάει και σε πρώτο πρόσωπο, και του ενικού και του πληθυντικού, η προστακτική εξομολόγηση δίνει τη θέση της στην αυθεντική, εκείνη που δεν κρύβεται πίσω από δάνειες εγκλίσεις, την οριστική!
Νομίζω πως κάπως έτσι πρέπει να βγαίνουν τα ποιητικά βιβλία. Ολιγοσέλιδα και έμφορτα λέξεων και συναισθημάτων, να κυλάει η ανάγνωση και η γνωριμία με τις αβύσσους του ποιητή ή της ποιήτριας
"όπως εκείνος ο βαρδάρης,
μισός βοριάς,
μισός αντάρτης"
που
"με δρασκελιές κατέβηκε το Σέιχ Σου"!
Να διαβαστεί εύχομαι και ν' αγαπηθεί!
* * *
Θεοδώρα Θεοδωρίδου 21/6/2022
Από το πρώτο κιόλας ποίημά σας " Καταρρίχηση" ο αναγνώστης συνειδητοποιεί ότι τα ποίηματά σας " είναι γραμμένα νύχτα ,είναι όνειρα και μέρα μεσημέρι δεν διαβάζονται" καθώς σ' όλη τη Συλλογή η νύχτα γίνεται το απαραίτητο σκηνικό της ποιητικής δημιουργίας "τη νύχτα πυρώνει το μολύβι" ,"τις νύχτες οι σφαίρες, οι στίχοι τρυπώνουν στα όνειρά σου". Αυτήν την ώρα της απόλυτης σιωπής και ηρεμίας ο ποιητής-δημιουργός πλάθει τα ποίηματά του, σκύβοντας μέσα του και ανιχνεύοντας με προσοχή τον εσωτερικό του κόσμο. Το ταξίδι αυτό αυτογνωσίας του ποιητή-δημιουργού γίνεται κραυγή ποιητικής αγωνίας για το μέλλον της ανθρώπινης υπόστασης που τον οδηγεί στην απέλπιδα τελική απόφαση "να γίνει σκόνη κάπως να συνηθίσει τα ερείπια". Η Ποίηση όμως δημιουργία είναι λύτρωση και κάθαρση γι'αυτόν. Μια ποίηση στην οποία κυρίαρχο είναι το δεύτερο ενικό πρόσωπο (να στραφείς-να γράψεις-να συρθείς-να συνεχίσεις κ.λ.π) ένα δεύτερο πρόσωπο που κρύβει και τον ίδιο το δημιουργό, αλλά προσπαθεί ν' αγκαλιάσει και τον αναγνώστη και να τον κάνει μέτοχο όλης της διαδικασίας της ποιητικής γένεσης. και της αναζήτησης της εσωτερικής κάθαρσης.
Συνταξιδιώτης και συνδημιουργός γίνεται ο αναγνώστης με τη χρήση αυτή του δευτέρου ενικού προσώπου ''κάποτε έγραφες ποιήματα-κοιτάζεις την καρδιά σου-όταν δακρύζεις οπλίζει μέσα σου το ποίημα ετοιμοπόλεμο κ.ο.κ). Κ. Βοριά εμπνευσμένη ποίηση, που σκύβει με σεβασμό στον κατακερματισμένο εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου και κατορθώνει με επιδέξια γλωσσική χρήση, πολύ μεστή και ουσιώδη ν' ανασύρει και να φέρει στο φως όλες τις αδυναμίες της ανθρώπινης φύσης εξορκίζοντάς τες έτσι, γιατί τις κάνει υπέροχους στίχους !
Συγχαρητήρια!
* * *