Ευσταθία Δήμου – Εσωτερικές ποιητικές
διαδρομές (Θοδωρής Βοριάς, Ανιλίνες, Εκδόσεις Οκτασέλιδο του Μπιλιέτου, Αθήνα
2021)
Ο Θοδωρής Βοριάς καλλιεργεί,
εδώ και μία δεκαπενταετία τουλάχιστον, μια ποίηση μάλλον χαμηλόφωνη,
εμφορούμενη από την οξυμένη ευαισθησία του ποιητή που κινητοποιεί τη δημιουργία
και υποβάλλει τη διάθεση και τον τόνο. Η ευαισθησία αυτή εκδηλώνεται και
προκύπτει τόσο ως αποτέλεσμα του εσωτερικού ψυχισμού και του φορτίου που τον
συνέχει, όσο και ως αποτέλεσμα εξωτερικών ερεθισμάτων τα οποία, μέσω της παρατήρησης,
μετατρέπονται και λειτουργούν ως αφορμές και αφορμήσεις της ποιητικής σύνθεσης.
Διαμορφώνεται κατ’ αυτόν τον τρόπο, μια
συνθετική δημιουργική πορεία με αφετηρία και διαδρομή διττή, εσωτερική και
εξωτερική, και με τελικό προορισμό το ποιητικό κείμενο που λειτουργεί ως
πυρήνας, στον οποίο ταυτόχρονα εκβάλλει και από τον οποίο εξακτινώνεται η
ποιητική σκέψη μορφοποιημένη με άκρα λιτότητα και αρμονία.
Η νέα, ολιγοσέλιδη ποιητική
του συλλογή, που κυκλοφορεί υπό τον μονολεκτικό τίτλο Ανιλίνες, θέτει εκ νέου
το ζήτημα και το ζητούμενο του όγκου της ποιητικής παραγωγής, του αριθμού των
ποιημάτων, με άλλα λόγια, με τα οποία, κάθε συγγραφέας, επιλέγεινα παρουσιαστεί
στο αναγνωστικό κοινό. Τη στιγμή που η σύγχρονη ποιητική συνθήκη έχει να
επιδείξει, κατά κανόνα, ποιητικές συλλογές μέσης έως μεγάλης έκτασης, το βιβλίο
του Βοριά έρχεται να αποτελέσει μια εξαίρεση που, όχι μόνο επιβεβαιώνει τον
κανόνα, αλλά μπορεί ακόμα και να τον θέσει υπό αμφισβήτηση. Κι αυτό γιατί προτείνει
μια διαφορετική, άκρως αντιθετική, εκδοχή απέναντι στον ποιητικό πληθωρισμό που
χαρακτηρίζει την εποχή και τους τεχνίτες του λόγου, μια εκδοχή που έχει στο
κέντρο της, ως στόχευση, την απόσταξη, την αυστηρή και προσεκτική επιλογή, ακόμα
-γιατί όχι- και τη δημιουργική αυτό-συγκράτηση, τον αυτό-περιορισμό, την
εστίαση και την εξαντλητική επίδοση στο ποίημα, σαν αυτοτελή, μοναδική και
αυθύπαρκτη κατασκευή που μπορεί και πρέπει να εξαντλήσει τις δημιουργικές
δυνάμεις του ποιητή.
Η λέξη του τίτλου, που δηλώνει
τις χημικές πρώτες ύλες, οι οποίες χρησιμοποιούνται για την παραγωγή χρωμάτων,
δημιουργεί ευθέως και με άκρα αμεσότητα μια γέφυρα ανάμεσα στην ποίηση και τη
ζωγραφική και καταδεικνύει τον τρόπο και τη μέθοδο του ποιητή, την ποιητική
του, η οποία συνίσταται στο αντίκρισμα, τη χρήση και την εκμετάλλευση του
μικρο-ποιήματος ως πρώτης ύλης για τη δημιουργία μεγαλύτερων ποιημάτων. Πιο
συγκεκριμένα, το βιβλίο αποτελείται από τέσσερα συνολικά ποιήματα τα οποία
αναπτύσσονται σπονδυλωτά, αποτελούνται δηλαδή από επιμέρους μικρότερα ποιήματα
τα οποία παρατίθενται αριθμημένα αλφαβητικά. Πρόκειται για μια ιδιαίτερη μέθοδο
και πρακτική που συμπλέκει, συνυφαίνει και αλληλεξαρτά το επιμέρους και το
γενικό, το ολιγόστιχο με το πολύστιχο, το κομμάτι με το σύνολο. Διαμορφώνεται
κατ’ αυτόν τον τρόπο ένα ενδιαφέρον
ποιητικό πεδίο, μέσα στο οποίο ο αναγνώστης «στήνει» το ευρύτερο ποίημα,
τοποθετώντας, σαν παζλ, τα επιμέρους, μικρά ποιήματα, με τη σειρά που
υποδεικνύει και έχει προδιαγράψει ο ποιητής και που μπορεί, βέβαια, να
ανατραπεί και να ακολουθήσει διαφορετική διαδρομή ανάλογα με τις προσδοκίες, τις
βλέψεις, τις καταβολές και τις προοπτικές της αναγνωστικής συνείδησης.
Η ποίηση του Βοριά παρουσιάζει
και παρουσιάζεται μέσα από διαφορετικές αποχρώσεις. Η πιο χαρακτηριστική από
αυτές είναι η συμβουλευτική, με ποιήματα τα οποία τεχνουργούν παροτρύνσεις και
προτροπές εξίσου προς το ποιητικό υποκείμενο και τον αποδέκτη. Οι συμβουλές αυτές
αφορούν με τον ίδιο τρόπο και στον ίδιο βαθμό τη ζωή και την τέχνη, έτσι που να
τις ενοποιούν και να τις ταυτίζουν. Μέσα σου να κοιτάς/ και να μαζεύεις από
τον υπόνομο/ τους κρυμμένους στίχους («Καταρρίχηση»). Ο προτρεπτικός τόνος
του ποιητή παρουσιάζει επίσης διαβαθμίσεις και διαφορές· άλλοτε πιο απαλός,
άλλοτε πιο οξύς και επιτακτικός, άλλοτε πιο αφηγηματικός και άλλοτε πιο καίριος
και δραστικός, διαμορφώνει μια ευρεία γκάμα διαθέσεων και ροπών, εκφραστικών
και, ταυτόχρονα, συγκινησιακών, που έχουν στόχο τη μέθεξη του αναγνώστη και την
ένταξή του στο ποιητικό σύμπαν κατά τρόπο απόλυτο και ολοκληρωτικό.
Μια δεύτερη απόχρωση είναι η
μυθοπλαστική, η οποία αφορά κυρίως ποιήματα που τεχνουργούνται γύρω από το θέμα
του θανάτου. Εδώ ο Βοριάς εκμεταλλεύεται στοιχεία της μυθολογίας που συμπλέκει
με τον δικό του σπαρακτικό προβληματισμό, έναν προβληματισμό που εκκινεί από τη
σκληρή μοίρα και προοπτική του θανάτου, καταλήγει, όμως, να αναφέρεται στην
ίδια τη ζωή, στην ανθρώπινη συνθήκη και κατάσταση που, πολλές φορές, ξεπερνά
και υπερβαίνει ακόμα και την ανυπαρξία του θανάτου: Καταντήσαμε έκθετα της μετατόπισης,/
ψηφίδες ρουτίνας που ανατινάχθηκε./Ας προσαρμοστούμε στα νέα ήθη,/ ας μπούμε
στη ρουτίνα των νεκρών («Στ’ αμπάρια γαύγιζε ο Κέρβερος»). Πρόκειται για
μια ευθεία αντιστροφή των όρων της ζωής και του θανάτου που, αν μη τι άλλο,
καταδεικνύει την πρόθεση του ποιητή να αφυπνίσει, να διεγείρει, να κεντρίσει το
αίσθημα και τη συνείδηση του αναγνώστη, ο οποίος καλείται τώρα σε απολογισμό
και αποτίμηση του έθους και, συνακόλουθα, του ήθους του.
Παράλληλα με τα ποιήματα που
εκκινούν και καταλήγουν σε αυτό που θα όριζε κανείς ως υπαρξιακούς
προβληματισμούς, ο Βοριάς εξακτινώνεται και σε ζητήματα τέχνης, ποίησης εν
προκειμένω, συνθέτοντας μια σειρά ποιημάτων που έχουν στο κέντρο τους την
ποιητική δημιουργία, τον τρόπο και την μέθοδο, αλλά και τις διαστάσεις της, την
απήχησή της στην ανθρώπινη ζωή και ψυχή. Πρόκειται για ένα είδος ποιητικής
κατάθεσης, μια αποκάλυψη του τρόπου με τον οποίο ο ποιητής δημιουργεί και ένα κάλεσμα
του αναγνώστη να εισχωρήσει στο ποιητικό εργαστήρι και να κοινωνήσει τα μυστικά
της γραφής, του τρόπου με τον οποίο το αδιαμόρφωτο υλικό του ψυχισμού του
καλλιτέχνη μετατρέπεται σε έργο τέχνης. Το αίσθημα που αναδύεται από τα
ποιήματα αυτά είναι ανάμεικτο από μία παραδοχή της σκληρότητας, της συνακόλουθης
πικρίας, αλλά κι ενός παράπονου που μόνο μέσα από την ποίηση μπορεί να
εκφραστεί. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι αντιλαμβάνεται το ψύχραιμο δάκρυ του
ποιητή να αναβλύζει όχι πια από τα μάτια, αλλά από τη γραφίδα του, και να
μετατρέπεται σε στίχους που, ενώ δεν απεκδύονται τη συγκινησιακή τους φόρτιση και
τις εσωτερικές δονήσεις της ψυχής του ποιητή, αποκτούν, εντούτοις, μέσα από την
τεχνική τους επεξεργασία, μια αρτιότητα που λειτουργεί εκλογικευτικά του
ανθρώπινου πάθους μετουσιώνοντάς το σε τέχνη.
Μέσα στο πλαίσιο αυτό ο
ποιητής επιχειρεί να γεφυρώσει ή, καλύτερα, να εκτονώσει τη συναισθηματική του
φόρτιση τεχνουργώντας μια διαδρομή ποιητικής τάξης, μια πορεία που εκκινεί από
την παιδική ηλικία και καταλήγει στο εδώ και το τώρα, στο παρόν της δημιουργίας
που προσφέρει τη λύτρωση, την αποφόρτιση, την κάθαρση για ό,τι συσσωρεύτηκε
μέσα στην ποιητική ψυχή και την απειλούσε με αφανισμό. Ο Βοριάς δεν διστάζει να φτάσει στο ακραίο σημείο της αυτο-κατάργησης, του (εκ)μηδενισμού προκειμένου να μπορέσει έτσι να αναγεννηθεί μέσα από την
ποίηση, μέσα από την δημιουργία: Να γίνω σκόνη, κάπως να συνηθίσω/ τα ερείπια («Κρύφηκε
η μέρα στο κρυφτό μας»). Είναι μια βαθιά αντίληψη για την τέχνη αυτή που την
αντικρίζει ως το δοχείο εκείνο των στεναγμών του ανθρώπου, των παθών και των
πόθων του, ακριβώς για να μπορέσει αυτός να ορθωθεί, να σταθεί στα πόδια του,
όχι πια ως άνθρωπος μόνο, αλλά κυρίως ως δημιουργός, στοιχείο που άλλωστε
αποτελεί την πεμπτουσία της ανθρώπινης ύπαρξης.
Η κριτική της Ευσταθίας Δήμου με τίτλο "Εσωτερικές ποιητικές διαδρομές" δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Τα Ποιητικά τχ.45 (Απρίλιος - Ιούνιος 2022).